- βυρσοδεψώ
- βυρσοδεψῶ (-έω) (Α) [βυρσοδέψης]κατεργάζομαι δέρματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυρσοδεψώ — ησα, κατεργάζομαι δέρματα, αργάζω πετσιά ή τομάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέφω — (AM δέφω) νεοελλ. κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω 2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα») 3. μέσ. δέφομαι… … Dictionary of Greek
επιβάπτω — ἐπιβάπτω (Α) [βάπτω] 1. βυθίζω, βουτώ 2. βάφω 3. βυρσοδεψώ 4. επιχρυσώνω ή επαργυρώνω … Dictionary of Greek
ταν(ν)ίνη — η, Ν (βιοχ. χημ. τεχνολ.) συλλογική ονομασία ομάδας υποκίτρινων έως ανοικτόφαιων ουσιών σε μορφή σκόνης, φολίδων ή σπογγώδους μάζας, ευρύτατα διαδεδομένων σε φυτά, οι οποίες χρησιμοποιούνται, κυρίως, στη βυρσοδεψία, στη βαφή υφασμάτων, στην… … Dictionary of Greek
ταννάση — η, Ν χημ. ένζυμο που διασπά ορισμένες δεψικές ύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tannase (< γαλλ. tannin < tanner «βυρσοδεψώ» + κατάλ. ase τής χημικής ορολογίας)] … Dictionary of Greek
ταννικός — ή, ό, Ν φρ. «ταννικό οξύ» (χημ) η ταννίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tannique (< γαλλ. tannin < ρ. tanner «βυρσοδεψώ»)] … Dictionary of Greek